- υπαιρώ
- -έω, Αιων. τ. βλ. υφαιρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπαίρω — Α παρακινώ, εξεγείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἴρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
ὑπαίρω — ὑπό αἴρω attach pres subj act 1st sg ὑπό αἴρω attach pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek